- πολυδαίδαλον
- πολυδαίδαλοςhighlymasc/fem acc sgπολυδαίδαλοςhighlyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυδαίδαλος — η, ο / πολυδαίδαλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης («πολυδαίδαλη αίθουσα») 2. μτφ. πολύπλοκος, περίπλοκος, αδιέξοδος («πολυδαίδαλη επιχειρηματολογία») μσν. (για ηθοποιούς) πολύ ικανός, πολύ επιδέξιος αρχ. 1. (για αντικείμενο)… … Dictionary of Greek